συννεφής
Смотреть что такое "συννεφής" в других словарях:
συννεφής — clouded over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεφής — ές, ΜΑ 1. σκεπασμένος με σύννεφα, συννεφιασμένος (α. «καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτῆς συννεφὴς δρόσῳ», ΠΔ β. «ἐν ταῑς συννεφέσι νυξί», Πολ.) 2. (για πρόσ.) κατηφής, σκυθρωπός («ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω τόνδε δεῡρο συννεφῆ πρὸς δόμους στείχοντα», Ευρ.).… … Dictionary of Greek
συννεφῆ — συννεφής clouded over neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συννεφής clouded over masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συννεφής clouded over masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεφές — συννεφής clouded over masc/fem voc sg συννεφής clouded over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεφοῦς — συννεφής clouded over masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεφέσι — συννεφής clouded over masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεφέσιν — συννεφής clouded over masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεφέστατος — συννεφής clouded over masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυννεφῆ — συννεφῆ , συννεφής clouded over neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συννεφῆ , συννεφής clouded over masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συννεφῆ , συννεφής clouded over masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεφεῖ — συννεφέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συννεφέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) συννεφής clouded over masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) συννεφής clouded over masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεφεῖς — συννεφέω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) συννεφής clouded over masc/fem acc pl συννεφής clouded over masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)